Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μικρός δρόμος

  • 1 дорожка

    дорожка ж 1) о μικρός δρόμος· το μονοπάτι (тропин ка)· беговая \дорожка о διάδρομος 2) (коврик) το ταπέτο
    * * *
    ж
    1) ο μικρός δρόμος; το μονοπάτι ( тропинка)

    бегова́я доро́жка — ο διάδρομος

    2) ( коврик) το ταπέτο

    Русско-греческий словарь > дорожка

  • 2 недалёкий

    επ., βρ: -лк, -лека, -леко κ. -лко, πλθ. -леки κ. -лки; недальше.
    1. μη μακρινός κοντινός, σιμοτινός•

    -ая деревня κοντινό χωριό.

    || (για απόσταση) σύντομος, μικρός, βραχύς•

    -ое путешествие μικρό ταξίδι•

    недалёкий путь μικρός δρόμος.

    2. πρόσφατος, ο εγγύς•

    -ое прошлое πρόσφατο παρελθόν•

    -ое будущее το εγγύς μέλλον.

    3. (με σημ. κατηγ.) κοντεύω, πλησιάζω είμαι έτοιμος.
    4. (για συγγένεια) κοντινός•

    -ие родственники οι κοντινοί συγγενείς.

    5. περιορισμένος (κατά την αντίληψη), ευήθης, μωρός.
    εκφρ.
    - го ума – περιορισμένης αντίληψης, κοντόφθαλμος.

    Большой русско-греческий словарь > недалёкий

  • 3 короткий

    επ., βρ: короток κ. короток, коротки, коротко, коротко
    κ. коротко, коротки, коротки κ. коротки; короче.
    1. κοντός, βραχύς•

    -ие ноги κοντά πόδια•

    -ие волосы μικρά μαλλάκια•

    платье коротко το φόρεμα είναι κοντό•

    -ие брюки κοντό παντελόνι•

    короткий путь κοντινός δρόμος•

    -ое дыхание λαχάνιασμα•

    -ое пальто κοντό πανωφόρι.

    || χαμηλός•

    -ая трава χαμηλά χόρτα.

    2. σύντομος• μικρός•

    зимой дни -ие το χειμώνα οι μέρες είναι μικρές•

    короткий срок σύντομη προθεσμία•

    короткий разговор σύντομη συνομιλία.

    || γρήγορος, απότομος•

    удар απότομο χτύπημα.

    || συνοπτικός•

    -ая расправа συνοπτική διαδικασία (χωρίς πολλές διατυπώσεις).

    3. στενός, φιλικός•

    -ие отношения στενές σχέσεις•

    -ое знакомство γνωριμία από κοντά.

    εκφρ.
    - ая волна – βραχύ κύμα (ραδίου)•
    - ая память – βραχεία μνήμη•
    руки коротки у тебяκ.τ.τ. τα χέρια σου είναι κοντά (είσαι ανίσχυρος, ανίκανος να τα βάλεις με μένα)•
    короткий ум ή ум короток – στενός, περιορισμένος νους•
    в -их словах – συνοπτικά, σύντομα, κοντολογής•
    на -ой ноге – σε στενές (φιλικές) σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > короткий

См. также в других словарях:

  • δρομάκι — το μικρός δρόμος, στενωπός, σοκάκι …   Dictionary of Greek

  • δρομίσκος — ο μικρός δρόμος, στενωπός …   Dictionary of Greek

  • στρατούλα — η, Ν [στράτα] 1. υποκορ. μικρός δρόμος, δρομάκι 2. (ιδίως για τα νήπια) τα πρώτα βήματα 3. τετράπλευρο τροχοφόρο κιγκλίδωμα χρήσιμο για την υποβοήθηση τών νηπίων στα πρώτα τους βήματα, αλλ. περπατούρα …   Dictionary of Greek

  • Βερμέερ, Γιαν — (Jan Vermeer, Ντελφτ 1632 – 1675). Ολλανδός ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Ολλανδίας και όλης της Ευρώπης, τον 17ο αι., ονομαστός για τις θαυμάσιες σκηνές σε εσωτερικούς χώρους και για τα αστικά τοπία του. Οι… …   Dictionary of Greek

  • δρομίσκος — ο μικρός δρόμος, δρομάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παλαμήδι — Μικρός λόφος (υψόμ. 216 μ.), που δεσπόζει εντυπωσιακά στην πόλη του Ναυπλίου. Πήρε το όνομά του από τον Παλαμίδη, γιο του Ναυπλίου και της Κλυμένης. Ο πρώτος που οχύρωσε το Π. ήταν ο Λέων ο Σγουρός (1247). Από την εποχή των Ενετών (1687) και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»